ενεχείρησαν

ενεχείρησαν
ἐνεχείρησαν
ἐν-χειρέω
aor ind act 3rd pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνεχείρησαν — ἐν χειρέω aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριοκοπώ — κριοκοπῶ, έω (Α) μάχομαι με πολιορκητικό κριό («τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας ἅμα κριοκοπεῑν ἐνεχείρησαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, χρεω κοπώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”